παρόντος
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
παρόντος
γενική
ενικού
του
παρόν
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Κλιτικός τύπος μετοχής
παρόντος
αρσενικό
ή
ουδέτερο
γενική
ενικού
του
παρών
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.