présent
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | présent | présents |
| θηλυκό | présente | présentes |
présent (fr) αρσενικό
- ο ενεστώτας
- Conjuguez le verbe au présent : κλίνετε το ρήμα στον ενεστώτα.
- το παρόν
- Le présent est futile : το παρόν είναι ασήμαντο.
- το δώρο, το χάρισμα
- Il lui a offert des présents : του/της πρόσφερε δώρα.
- ο παρευρισκόμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.