δεν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δεν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δέν < οὐδέν με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος < αρχαία ελληνική οὐδέν (επίρρημα), ουδέτερο της αντωνυμίας οὐδείς[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ðen/

Μόριο

δεν και δε

  1. αρνητικό μόριο που τίθεται πριν από ρηματικό τύπο οριστικής έγκλισης
    δε θα έρθω αύριο στο γραφείο
  2. σε ερωτήσεις, αντί προτροπής
    δεν έρχεσαι μαζί μας; (έλα μαζί μας)
  3. ανάμεσα σε επανάληψη του ίδιου ρήματος για να προσδώσει την έννοια του περίπου, σχεδόν
    έχει δεν έχει πέντε λεπτά που έφυγε
    πήρε δεν πήρε εκατό ευρώ

Σημειώσεις

  • Σύμφωνα με ορισμένες γραμματικές, τα ναι, όχι, δε(ν), μη(ν), είναι μόρια.
  • Το τελικό <ν> της λέξης δεν, όπως και των άρθρων τον, την, αποβάλλεται πριν από εξακολουθητικό σύμφωνο
    δε θέλω, δε σε βρίζω, αλλά δεν πιστεύω, δεν αγαπώ

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.