απών

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απών
& απόντας
η απούσα το απόν
      γενική του απόντος
& απόντα
της απούσας
& απούσης*
του απόντος
    αιτιατική τον απόντα την απούσα το απόν
     κλητική απών
& απόντα
απούσα απόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απόντες οι απούσες τα απόντα
      γενική των απόντων των απουσών των απόντων
    αιτιατική τους απόντες τις απούσες τα απόντα
     κλητική απόντες απούσες απόντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπών, μετοχή ενεστώτα του ρήματος ἄπειμι
Μορφολογικά αναλύεται σε απ- + μετοχή ων. Και ουσιαστικοποιημένο

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απών
ομόηχο: απόν

Μετοχή

απών, -ούσα, -όν (μετοχή ενεργητικού ενεστώτα)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

απών αρσενικό

  • (λόγιο) αυτός που είναι απών, που απουσιάζει
    Να γράψετε τα ονόματα των απόντων στο απουσιολόγιο.

Αντώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.