αγωνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αγωνίζομαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγωνίζομαι
- για τους δύο τελευταίους ορισμούς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγωνίζομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣoˈni.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γω‐νί‐ζο‐μαι
Ρήμα
αγωνίζομαι, π.πρτ.: αγωνιζόμουν, π.αόρ.: αγωνίστηκα (αποθετικό ρήμα)
- ο αγώνας και η καταβολή μεγάλης προσπάθειας για κάποιο στόχο
- ↪ Αγωνίστηκε να σώσει το σπίτι του, αλλά τελικά του το κατάσχεσαν
- ↪ Είναι δίκαια κορυφαίος. Αγωνίστηκε πολύ σκληρά για να φτάσει εκεί.
- συμμετέχω σε αγώνα
- προσπαθώ σκληρά να αποδυναμώσω κάποιον ή κάτι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αγώνας
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αγωνίζομαι | αγωνιζόμουν(α) | θα αγωνίζομαι | να αγωνίζομαι | αγωνιζόμενος | |
| β' ενικ. | αγωνίζεσαι | αγωνιζόσουν(α) | θα αγωνίζεσαι | να αγωνίζεσαι | (αγωνίζου) | |
| γ' ενικ. | αγωνίζεται | αγωνιζόταν(ε) | θα αγωνίζεται | να αγωνίζεται | ||
| α' πληθ. | αγωνιζόμαστε | αγωνιζόμαστε αγωνιζόμασταν |
θα αγωνιζόμαστε | να αγωνιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αγωνίζεστε | αγωνιζόσαστε αγωνιζόσασταν |
θα αγωνίζεστε | να αγωνίζεστε | (αγωνίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αγωνίζονται | αγωνίζονταν αγωνιζόντουσαν |
θα αγωνίζονται | να αγωνίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αγωνίστηκα | θα αγωνιστώ | να αγωνιστώ | αγωνιστεί | ||
| β' ενικ. | αγωνίστηκες | θα αγωνιστείς | να αγωνιστείς | αγωνίσου | ||
| γ' ενικ. | αγωνίστηκε | θα αγωνιστεί | να αγωνιστεί | |||
| α' πληθ. | αγωνιστήκαμε | θα αγωνιστούμε | να αγωνιστούμε | |||
| β' πληθ. | αγωνιστήκατε | θα αγωνιστείτε | να αγωνιστείτε | αγωνιστείτε | ||
| γ' πληθ. | αγωνίστηκαν αγωνιστήκαν(ε) |
θα αγωνιστούν(ε) | να αγωνιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αγωνιστεί | είχα αγωνιστεί | θα έχω αγωνιστεί | να έχω αγωνιστεί | ||
| β' ενικ. | έχεις αγωνιστεί | είχες αγωνιστεί | θα έχεις αγωνιστεί | να έχεις αγωνιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αγωνιστεί | είχε αγωνιστεί | θα έχει αγωνιστεί | να έχει αγωνιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αγωνιστεί | είχαμε αγωνιστεί | θα έχουμε αγωνιστεί | να έχουμε αγωνιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αγωνιστεί | είχατε αγωνιστεί | θα έχετε αγωνιστεί | να έχετε αγωνιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αγωνιστεί | είχαν αγωνιστεί | θα έχουν αγωνιστεί | να έχουν αγωνιστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.