passé composé
Γαλλικά (fr)
Πολυλεκτικός όρος
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| passé composé | passés composés |
passé composé (fr) αρσενικό
- (γραμματική) ο παρακείμενος
Σημειώσεις
- Στην καθομιλούμενη γλώσσα, ο χρόνος passé composé χρησιμοποιείται αντί για τον αόριστο (passé simple). Αυτός ο τελευταίος χρόνος χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία ή, γενικότερα, στον επίσημο γραπτό λόγο.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.