ίδια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ίδια < ίδιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.ðʝa/
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ίδια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ίδιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ίδιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.