οίνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οίνος | οι | οίνοι |
| γενική | του | οίνου | των | οίνων |
| αιτιατική | τον | οίνο | τους | οίνους |
| κλητική | οίνε | οίνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
οίνος < αρχαία ελληνική οἶνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *uoh₁i-no-[1] (οίνος) < *wéyh₁ō (οίνος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οί‐νος
Ουσιαστικό
οίνος αρσενικό
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
- οιναγορά
- οιναποθήκη
- οινεμπόριο (οινεμπόριον)
- οινέμπορος
- οινοβάρελο
- οινοβαρής
- οινοβαφής
- οινόγαλα
- οινογραφία
- οινοδοχείο (οινοδοχείον)
- οινοειδής
- οινολογία
- οινολογικός
- οινολόγος
- οινομαγειρείο (οινομαγειρείον)
- οινομάγειρος
- οινομανής
- οινομανία
- οινομετρία
- οινομετρικός
- οινόμετρο
- οινοπαραγωγή
- οινοπαραγωγός
- οινόπνευμα
- οινοποιείο
- οινοποίηση (οινοποίησις)
- οινοποιία
- οινοποιός
- οινοποσία
- οινοπότης
- οινοπωλείο (οινοπωλείον)
- οινοπώλης, οινοπώλισσα (οινοπώλις)
- οινόφλυξ
- οινοφόρος
- οινοχόη
- οινοχόος
- οινώδης
- οινόπνευμα
-
οίνος στα Βικιφθέγματα

Μεταφράσεις
οίνος
|
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.