οίνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οίνος οι οίνοι
      γενική του οίνου των οίνων
    αιτιατική τον οίνο τους οίνους
     κλητική οίνε οίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οίνος < αρχαία ελληνική οἶνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *uoh₁i-no-[1] (οίνος) < *wéyh₁ō (οίνος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οίνος

Ουσιαστικό

οίνος αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.