οινώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οινώδης | η | οινώδης | το | οινώδες |
| γενική | του | οινώδους | της | οινώδους | του | οινώδους |
| αιτιατική | τον | οινώδη | την | οινώδη | το | οινώδες |
| κλητική | οινώδη(ς) | οινώδης | οινώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οινώδεις | οι | οινώδεις | τα | οινώδη |
| γενική | των | οινωδών | των | οινωδών | των | οινωδών |
| αιτιατική | τους | οινώδεις | τις | οινώδεις | τα | οινώδη |
| κλητική | οινώδεις | οινώδεις | οινώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οινώδης < αρχαία ελληνική οἰνώδης < οἶνος + -ώδης
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈno.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐νώ‐δης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη οίνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.