οιναγορά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οιναγορά | οι | οιναγορές |
| γενική | της | οιναγοράς | των | οιναγορών |
| αιτιατική | την | οιναγορά | τις | οιναγορές |
| κλητική | οιναγορά | οιναγορές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
οιναγορά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.