οινόγαλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οινόγαλα | τα | οινογάλατα |
| γενική | του | οινογάλατος | των | οινογαλάτων |
| αιτιατική | το | οινόγαλα | τα | οινογάλατα |
| κλητική | οινόγαλα | οινογάλατα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οινόγαλα < ελληνιστική κοινή οἰνόγᾰλᾰ (γενική: τοῦ οἰνογάλακτος) < αρχαία ελληνική οἶνος + γάλα
Μεταφράσεις
οινόγαλα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.