οινομαγειρείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οινομαγειρείο τα οινομαγειρεία
      γενική του οινομαγειρείου των οινομαγειρείων
    αιτιατική το οινομαγειρείο τα οινομαγειρεία
     κλητική οινομαγειρείο οινομαγειρεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οινομαγειρείο < οινο- + μαγειρείο

Προφορά

ΔΦΑ : /i.no.ma.ʝiˈɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οινομαγειρείο

Ουσιαστικό

οινομαγειρείο ουδέτερο

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.