οινοχόος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οινοχόος | οι | οινοχόοι |
| γενική | του | οινοχόου | των | οινοχόων |
| αιτιατική | τον | οινοχόο | τους | οινοχόους |
| κλητική | οινοχόε | οινοχόοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οινοχόος < αρχαία ελληνική οἰνοχόος < οἶνος + χέω
Ουσιαστικό
οινοχόος αρσενικό
- στην αρχαιότητα, υπηρέτης που κερνούσε κρασί τους συμποσιαστές
- (επάγγελμα) ένας υπάλληλος του εστιατορίου του οποίου ο ρόλος είναι να συμβουλεύει τον πελάτη, να παίρνει την παραγγελία και να εξασφαλίζει το σωστό σερβίρισμα των ποτών, ενίοτε να συμβουλεύει τον εργοδότη του για την αγορά των κρασιών και να διαχειρίζεται την κάβα των κρασιών.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.