οινογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οινογραφία | οι | οινογραφίες |
| γενική | της | οινογραφίας | των | οινογραφιών |
| αιτιατική | την | οινογραφία | τις | οινογραφίες |
| κλητική | οινογραφία | οινογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
οινογραφία θηλυκό
- κλάδος της οινολογίας, που ασχολείται με την ανάλυση των κρασιών που παράγονται κατά την τοποθεσία τους
Μεταφράσεις
οινογραφία
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.