οινογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οινογραφία οι οινογραφίες
      γενική της οινογραφίας των οινογραφιών
    αιτιατική την οινογραφία τις οινογραφίες
     κλητική οινογραφία οινογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οινογραφία < οίν(ος) + -ο- + -γραφία[1]

Ουσιαστικό

οινογραφία θηλυκό

  • κλάδος της οινολογίας, που ασχολείται με την ανάλυση των κρασιών που παράγονται κατά την τοποθεσία τους

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.