οινοπώλισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οινοπώλισσα οι οινοπώλισσες
      γενική της οινοπώλισσας των οινοπωλισσών
    αιτιατική την οινοπώλισσα τις οινοπώλισσες
     κλητική οινοπώλισσα οινοπώλισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οινοπώλισσα < οινοπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /i.noˈpo.li.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οινοπώλισσα

Ουσιαστικό

οινοπώλισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε οινοπώλης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.