οινοπώλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οινοπώλης οι οινοπώλες
      γενική του οινοπώλη των οινοπωλών
    αιτιατική τον οινοπώλη τους οινοπώλες
     κλητική οινοπώλη οινοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οινοπώλης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἰνοπώλης.[1] Συγχρονικά αναλυεται σε οινο- + -πώλης

Προφορά

ΔΦΑ : /i.noˈpo.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οινοπώλης

Ουσιαστικό

οινοπώλης αρσενικό[2] (θηλυκό οινοπώλισσα, οινοπώλις)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις οίνος, πωλώ και πουλάω

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. οινοπώλης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. s.v. «οινοπωλείο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.