οινοχόη
Νέα ελληνικά (el)

Η οινοχόη του Διπύλου με την αρχαιότερη ελληνική επιγραφή 740 π.Χ.
Ετυμολογία
- οινοχόη < οινοχόος
Ουσιαστικό
οινοχόη θηλυκό
- είδος αρχαιοελληνικού αγγείου με μια λαβή από το οποίο γεμίζονταν τα κύπελλα των συμποτών
-
οινοχόη στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
οινοχόη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.