οινοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οινοφόρος | η | οινοφόρα | το | οινοφόρο |
| γενική | του | οινοφόρου | της | οινοφόρας | του | οινοφόρου |
| αιτιατική | τον | οινοφόρο | την | οινοφόρα | το | οινοφόρο |
| κλητική | οινοφόρε | οινοφόρα | οινοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οινοφόροι | οι | οινοφόρες | τα | οινοφόρα |
| γενική | των | οινοφόρων | των | οινοφόρων | των | οινοφόρων |
| αιτιατική | τους | οινοφόρους | τις | οινοφόρες | τα | οινοφόρα |
| κλητική | οινοφόροι | οινοφόρες | οινοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οινοφόρος < (ελληνιστική κοινή) οἰνοφόρος < αρχαία ελληνική οἶνος + φέρω
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.noˈfo.ɾos/
Επίθετο
οινοφόρος, -α,-ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.