οινοποιία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οινοποιία | οι | οινοποιίες |
| γενική | της | οινοποιίας | — | |
| αιτιατική | την | οινοποιία | τις | οινοποιίες |
| κλητική | οινοποιία | οινοποιίες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οινοποιία < (ελληνιστική κοινή) οἰνοποιία
Ουσιαστικό
οινοποιία θηλυκό
Σημειώσεις
- γενικά η οινοποιία ανάλογα με το είδος του οίνου που παράγει διακρίνεται σε "λευκή", "ροζέ" και "ερυθρά"
Μεταφράσεις
οινοποιία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.