οινόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οινόμετρο τα οινόμετρα
      γενική του οινόμετρου των οινόμετρων
    αιτιατική το οινόμετρο τα οινόμετρα
     κλητική οινόμετρο οινόμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οινόμετρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

οινόμετρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.