οινοπώλις
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οινοπώλις | οι | οινοπώλιδες |
| γενική | της | οινοπώλιδος (οινοπώλιδας) |
των | οινοπωλίδων (οινοπώλιδων) |
| αιτιατική | την | οινοπώλιδα | τις | οινοπώλιδες |
| κλητική | οινοπώλι (οινοπώλις) | οινοπώλιδες | ||
| Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
| Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οινοπώλις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰνοπῶλις, θηλυκό του αρχαίου οἰνοπώλης
Ουσιαστικό
οινοπώλις θηλυκό
- (παρωχημένο)[1] θηλυκό του οινοπώλης, η οινοπώλισσα
- (καθαρεύουσα) οἰνοπῶλις ※ Ἐκεῖ λοιπὸν κατηύθυνε τὸ βῆμά του ὁ Ἀποστόλης, κι ἔπινε. Παρήγγελλε κατ᾽ ἀρχὰς εἰς τὸν οἰνοπώλην ἢ τὴν οἰνοπώλιδα «μισὴ ὀκὰ στὸ ἕνα». Εἶτα συνήθως κατόπιν ἕνα ἑκατοσταράκι. Ἐπλήρωνε τὸ ὅλον εἴκοσι λεπτά, 15 διὰ τὴν μισὴν ὀκάν, καὶ 5 διὰ τὰ ἑκατὸν δράμια, ὁ λογαριασμὸς ἐγίνετο σκαληνός, ἐπειδὴ ἡ ὀκὰ ἐτιμᾶτο συνήθως λεπτῶν 25 ― ἐκάθητο σταυροπόδι, ἢ εἰς τὴν πεζούλαν, ἢ ἐπ᾽ αὐτοῦ τοῦ κατωφλίου τῆς ταβέρνας, ἔπινεν ἀργὰ-ἀργά, ἐνετρύφα εἰς τὸ ἄρωμα τοῦ οἴνου, καὶ τὸ ἔφερνεν ἴσα-ἴσα μὲ τὴν ὥραν ποὺ θὰ ἤκουε τὴν καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ. Τότε ἀμέσως ἔκανε τὸν σταυρόν του, ἔπινε τὸ ὑπόλοιπον, κ᾽ ἔφευγεν. Ἐπέρνα ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, διὰ νὰ κολλήσῃ κανένα κερί. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Κακόμης, 1903)
Μεταφράσεις
οινοπώλις
|
Αναφορές
- οινοπώλις - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.