οινοβαφής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οινοβαφής η οινοβαφής το οινοβαφές
      γενική του οινοβαφούς* της οινοβαφούς του οινοβαφούς
    αιτιατική τον οινοβαφή την οινοβαφή το οινοβαφές
     κλητική οινοβαφή(ς) οινοβαφής οινοβαφές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οινοβαφείς οι οινοβαφείς τα οινοβαφή
      γενική των οινοβαφών των οινοβαφών των οινοβαφών
    αιτιατική τους οινοβαφείς τις οινοβαφείς τα οινοβαφή
     κλητική οινοβαφείς οινοβαφείς οινοβαφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οινοβαφής < ελληνιστική κοινή οἰνοβαφής

Επίθετο

οινοβαφής, -ής, -ές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.