οινοπαραγωγός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οινοπαραγωγός < οινο- + -παραγωγός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική viticulteur [1]
Η λέξη μαρτυρείται από το 1886 [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.no.pa.ɾa.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οινοπαραγωγός

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η οινοπαραγωγός το οινοπαραγωγό
      γενική του/της οινοπαραγωγού του οινοπαραγωγού
    αιτιατική τον/την οινοπαραγωγό το οινοπαραγωγό
     κλητική οινοπαραγωγέ οινοπαραγωγό
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οινοπαραγωγοί τα οινοπαραγωγά
      γενική των οινοπαραγωγών των οινοπαραγωγών
    αιτιατική τους/τις οινοπαραγωγούς τα οινοπαραγωγά
     κλητική οινοπαραγωγοί οινοπαραγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

οινοπαραγωγός, -ός, -ό

  • (για περιοχή) που παράγει κρασί σε μεγάλες ποσότητες

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η οινοπαραγωγός οι οινοπαραγωγοί
      γενική του/της οινοπαραγωγού των οινοπαραγωγών
    αιτιατική τον/την οινοπαραγωγό τους/τις οινοπαραγωγούς
     κλητική οινοπαραγωγέ οινοπαραγωγοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

οινοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό

  1. (γενικότερα) ο παραγωγός οίνου
  2. (ειδικότερα, επάγγελμα) ο κατ’ επάγγελμα οινοποιός και πωλητής οίνου (κρασιού)

Συνώνυμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. οινοπαραγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «οἰνοπαραγωγοί, οἱ» σελ. 718, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.