νότιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νότιος | η | νότια & νότιος |
το | νότιο |
| γενική | του | νότιου & νοτίου |
της | νότιας & νοτίου |
του | νότιου & νοτίου |
| αιτιατική | τον | νότιο | τη | νότια & νότιο |
το | νότιο |
| κλητική | νότιε | νότια & νότιε |
νότιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νότιοι | οι | νότιες & νότιοι |
τα | νότια |
| γενική | των | νότιων & νοτίων |
των | νότιων & νοτίων |
των | νότιων & νοτίων |
| αιτιατική | τους | νότιους & νοτίους |
τις | νότιες & νοτίους |
τα | νότια |
| κλητική | νότιοι | νότιες & νότιοι |
νότια | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Και μόνο για την ειδική σημασία: «νότιο τμήμα τόπου». | ||||||
| Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νότιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νότιος < νότ(ος) + -ιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈno.ti.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νό‐τι‐ος
Επίθετο
νότιος, -α, -ο (συγκριτικός: νοτιότερος, υπερθετικός: νοτιότατος)
- που βρίσκεται στον νότο
- ↪ νότιος πόλος
- που βρίσκεται στο νότιο τμήμα τόπου
- και λόγιο θηλυκό σε -ος, όπως Νότιος Αμερική
- που κοιτάει προς τον νότο
- ↪ Η νότια πλευρά του σπιτιού.
- που προέρχεται από τον νότο
- ↪ νότιος άνεμος
- (για γλώσσες) που μιλιέται στο βόρειο τμήμα περιοχής
Αντώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
Πηγές
- νότιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- νότιος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νότιος
Επίθετο
νότιος
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη νότος (νότιος άνεμος, υγρασία)
- δεν σχετίζεται το νοτιάζω (καταγράφω νότα, έγγραφο)
Πηγές
- νότιος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | νότιος | ἡ | νοτίᾱ & νότιος |
τὸ | νότιον |
| γενική | τοῦ | νοτίου | τῆς | νοτίᾱς & νοτίου |
τοῦ | νοτίου |
| δοτική | τῷ | νοτίῳ | τῇ | νοτίᾳ & νοτίῳ |
τῷ | νοτίῳ |
| αιτιατική | τὸν | νότιον | τὴν | νοτίᾱν & νότιον |
τὸ | νότιον |
| κλητική ὦ! | νότιε | νοτίᾱ & νότιε |
νότιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | νότιοι | αἱ | νότιαι & νότιοι |
τὰ | νότιᾰ |
| γενική | τῶν | νοτίων | τῶν | νοτίων & νοτίων |
τῶν | νοτίων |
| δοτική | τοῖς | νοτίοις | ταῖς | νοτίαις & νοτίοις |
τοῖς | νοτίοις |
| αιτιατική | τοὺς | νοτίους | τὰς | νοτίᾱς & νοτίους |
τὰ | νότιᾰ |
| κλητική ὦ! | νότιοι | νότιαι & νότιοι |
νότιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νοτίω | τὼ | νοτίᾱ & νοτίω |
τὼ | νοτίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | νοτίοιν | τοῖν | νοτίαιν & νοτίοιν |
τοῖν | νοτίοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Πηγές
- νότιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νότιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.