νοτιοασιατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοτιοασιατικός η νοτιοασιατική το νοτιοασιατικό
      γενική του νοτιοασιατικού της νοτιοασιατικής του νοτιοασιατικού
    αιτιατική τον νοτιοασιατικό τη νοτιοασιατική το νοτιοασιατικό
     κλητική νοτιοασιατικέ νοτιοασιατική νοτιοασιατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοτιοασιατικοί οι νοτιοασιατικές τα νοτιοασιατικά
      γενική των νοτιοασιατικών των νοτιοασιατικών των νοτιοασιατικών
    αιτιατική τους νοτιοασιατικούς τις νοτιοασιατικές τα νοτιοασιατικά
     κλητική νοτιοασιατικοί νοτιοασιατικές νοτιοασιατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νοτιοασιατικός < νότια Ασία + -ικός

Επίθετο

νοτιοασιατικός

  • ο σχετικός με την νότια Ασία (χώρες, λαούς, γεωγραφία, πολιτισμός)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.