νοτιοατλαντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νοτιοατλαντικός | η | νοτιοατλαντική | το | νοτιοατλαντικό |
| γενική | του | νοτιοατλαντικού | της | νοτιοατλαντικής | του | νοτιοατλαντικού |
| αιτιατική | τον | νοτιοατλαντικό | τη | νοτιοατλαντική | το | νοτιοατλαντικό |
| κλητική | νοτιοατλαντικέ | νοτιοατλαντική | νοτιοατλαντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νοτιοατλαντικοί | οι | νοτιοατλαντικές | τα | νοτιοατλαντικά |
| γενική | των | νοτιοατλαντικών | των | νοτιοατλαντικών | των | νοτιοατλαντικών |
| αιτιατική | τους | νοτιοατλαντικούς | τις | νοτιοατλαντικές | τα | νοτιοατλαντικά |
| κλητική | νοτιοατλαντικοί | νοτιοατλαντικές | νοτιοατλαντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νοτιοατλαντικός < νότιος + Ατλαντικός (ωκεανός)
Επίθετο
νοτιοατλαντικός
- ο σχετικός με τον Νότιο Ατλαντικό (έκταση, χώρες, σύμφωνα, ακτές, λιμένες, κ.λπ.)
Μεταφράσεις
νοτιοατλαντικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.