νοτιοευρωπαϊκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοτιοευρωπαϊκός η νοτιοευρωπαϊκή το νοτιοευρωπαϊκό
      γενική του νοτιοευρωπαϊκού της νοτιοευρωπαϊκής του νοτιοευρωπαϊκού
    αιτιατική τον νοτιοευρωπαϊκό τη νοτιοευρωπαϊκή το νοτιοευρωπαϊκό
     κλητική νοτιοευρωπαϊκέ νοτιοευρωπαϊκή νοτιοευρωπαϊκό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοτιοευρωπαϊκοί οι νοτιοευρωπαϊκές τα νοτιοευρωπαϊκά
      γενική των νοτιοευρωπαϊκών των νοτιοευρωπαϊκών των νοτιοευρωπαϊκών
    αιτιατική τους νοτιοευρωπαϊκούς τις νοτιοευρωπαϊκές τα νοτιοευρωπαϊκά
     κλητική νοτιοευρωπαϊκοί νοτιοευρωπαϊκές νοτιοευρωπαϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νοτιοευρωπαϊκός < νότια + Ευρώπη + -ικός

Επίθετο

νοτιοευρωπαϊκός

  • ο σχετικός με χώρες και λαούς της Νότιας Ευρώπης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.