βόρειος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βόρειος | η | βόρεια & βόρειος |
το | βόρειο |
| γενική | του | βόρειου & βορείου |
της | βόρειας & βορείου |
του | βόρειου & βορείου |
| αιτιατική | τον | βόρειο | τη | βόρεια & βόρειο |
το | βόρειο |
| κλητική | βόρειε | βόρεια & βόρειε |
βόρειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βόρειοι | οι | βόρειες & βόρειοι |
τα | βόρεια |
| γενική | των | βόρειων & βορείων |
των | βόρειων & βορείων |
των | βόρειων & βορείων |
| αιτιατική | τους | βόρειους & βορείους |
τις | βόρειες & βορείους |
τα | βόρεια |
| κλητική | βόρειοι | βόρειες & βόρειοι |
βόρεια | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Και μόνο για την ειδική σημασία: «βόρειο τμήμα τόπου». | ||||||
| Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βόρειος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βόρειος < Βορέας / Βορρᾶς (και γραφή Βοῤῥᾶς)
Επίθετο
βόρειος, -α, -ο
- που βρίσκεται στο βορρά
- που βρίσκεται σε τμήμα τόπου που βρίσκεται στο βορρά
- και λόγιο θηλυκό σε -ος, όπως η Βόρειος Αμερική
- που κοιτάει προς το βορρά
- που προέρχεται από το βορρά, όπως οι άνεμοι
- ↪ Ο βόρειος άνεμος έρχεται από τον βορρά και κατευθύνεται προς τα νότια.
- (ως ουσιαστικό) → δείτε τη λέξη Βόρειοι
Αντώνυμα
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη βορράς
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
- Για τη σημασία «βόρειος» → δείτε τις λέξεις βορεός και βορεινός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βόρειος | ἡ | βορείᾱ & βόρειος |
τὸ | βόρειον |
| γενική | τοῦ | βορείου | τῆς | βορείᾱς & βορείου |
τοῦ | βορείου |
| δοτική | τῷ | βορείῳ | τῇ | βορείᾳ & βορείῳ |
τῷ | βορείῳ |
| αιτιατική | τὸν | βόρειον | τὴν | βορείᾱν & βόρειον |
τὸ | βόρειον |
| κλητική ὦ! | βόρειε | βορείᾱ & βόρειε |
βόρειον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | βόρειοι | αἱ | βόρειαι & βόρειοι |
τὰ | βόρειᾰ |
| γενική | τῶν | βορείων | τῶν | βορείων & βορείων |
τῶν | βορείων |
| δοτική | τοῖς | βορείοις | ταῖς | βορείαις & βορείοις |
τοῖς | βορείοις |
| αιτιατική | τοὺς | βορείους | τὰς | βορείᾱς & βορείους |
τὰ | βόρειᾰ |
| κλητική ὦ! | βόρειοι | βόρειαι & βόρειοι |
βόρειᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βορείω | τὼ | βορείᾱ & βορείω |
τὼ | βορείω |
| γεν-δοτ | τοῖν | βορείοιν | τοῖν | βορείαιν & βορείοιν |
τοῖν | βορείοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
βόρειος, -α, -ον & -ος, -ος, -ον, συγκριτικός : βορειότερος, υπερθετικός : βορειότατος
- ιωνικός τύπος : βορήϊος, η, ον:
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ἀντιβόρειον
- βορειαῖος
- βορεινός
- βορεῖον
- Βορειόθεν
- βορείως (επίρρημα)
- διαβόρειος
- καταβόρειος
- μελαμβόρειος
- περιβόρειος
- προσβόρειος
Πηγές
- βόρειος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βόρειος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.