νοτία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νοτία | οι | νοτίες |
| γενική | της | νοτίας | των | νοτιών |
| αιτιατική | τη | νοτία | τις | νοτίες |
| κλητική | νοτία | νοτίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νοτία < νότος
Προφορά
- ΔΦΑ : /noˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐τί‐α
Μεταφράσεις
νοτία
|
→ δείτε τη λέξη υγρασία |
Πηγές
- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 16.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.