νότα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νότα | οι | νότες |
| γενική | της | νότας | των | (νοτών) |
| αιτιατική | τη | νότα | τις | νότες |
| κλητική | νότα | νότες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
Ουσιαστικό
νότα θηλυκό
- (μουσική) μουσικός φθόγγος και το αντίστοιχο γραπτό σύμβολό του (φθογγόσημο)
- απόχρωση, μικρή αλλαγή του τόνου ή της διάθεσης
- μια εύθυμη νότα που έσπασε το βαρύ κλίμα
Ετυμολογία 2
- νότα < (λόγιο δάνειο) γαλλική note diplomatique
- NOTAM (αγγλικά: notice to airmen)
Μεταφράσεις
Πηγές
- νότα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.