νότια σότο

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

νότια σότο άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις

  • κωδικός γλώσσας: st

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.