μιγάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μιγάς | οι | μιγάδες |
| γενική | του | μιγά | των | μιγάδων |
| αιτιατική | τον | μιγά | τους | μιγάδες |
| κλητική | μιγά | μιγάδες | ||
| Κλίση κατά το Λεξικό Τριανταφυλλίδη. Δείτε και τις κλίσεις: ο/η μιγάς (κοινού γένους), «ο μιγάδας» και «η μιγάδα». | ||||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | μιγάς | οι | μιγάδες |
| γενική | του/της | μιγάδος | των | μιγάδων |
| αιτιατική | τον/τη | μιγάδα | τους/τις | μιγάδες |
| κλητική | μιγάς | μιγάδες | ||
| Καθαρεύσουα, ιδιόκλιτο, με κάποιους τύπους από την αρχαία κλίση μιγάς. Συγκρίνετε με τις κλίσεις «ο μιγάδας» και «η μιγάδα». | ||||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μιγάς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μιγάς (μισός έλληνας, μισός ξένος) < αρχαία ελληνική μιγάς (ανάκατος)[1] < μ(ε)ίγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meyḱ-, *meyǵ- (αναμειγνύω)
- για τον θρησκευτικό όρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μιγάς < ελληνιστική κοινή μιγάς < αρχαία ελληνική μιγάς
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈɣas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐γάς
Ουσιαστικό
μιγάς αρσενικό ή θηλυκό[2][3] (και αρσενικό μιγάδας, θηλυκό μιγάδα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μειγνύω
Αναφορές
- μιγάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Σημείωση: Μόνον αρσενικό, με κλίση ο μιγάς, του μιγά, τον μιγά. - μιγάς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Σημείωση: Κοινού γένους με κλίση καθαρεύουσας, όπως στην αρχαία κλίση.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μιγάς < ελληνιστική κοινή μιγάς < αρχαία ελληνική μιγάς < μείγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meyḱ-, *meyǵ- (αναμειγνύω)
Πηγές
- μιγάς - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μιγάς | οἱ/αἱ | μιγάδες |
| γενική | τοῦ/τῆς | μιγάδος | τῶν | μιγάδων |
| δοτική | τῷ/τῇ | μιγάδῐ | τοῖς/ταῖς | μιγάσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μιγάδᾰ | τοὺς/τὰς | μιγάδᾰς |
| κλητική ὦ! | μιγάς | μιγάδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μιγάδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μιγάδοιν | ||
| Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «φυγάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μιγάς < μ(ε)ίγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meyḱ-, *meyǵ- (αναμειγνύω)
Ουσιαστικό
μιγάς αρσενικό ή θηλυκό (και ως επίθετο)
- ανακατεμένος
- (ελληνιστική σημασία) μισός Έλληνας και μισός ξένος («βάρβαρος»)
Πηγές
- μιγάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μιγάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.