μιγαδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μιγαδικός | η | μιγαδική | το | μιγαδικό |
| γενική | του | μιγαδικού | της | μιγαδικής | του | μιγαδικού |
| αιτιατική | τον | μιγαδικό | τη | μιγαδική | το | μιγαδικό |
| κλητική | μιγαδικέ | μιγαδική | μιγαδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μιγαδικοί | οι | μιγαδικές | τα | μιγαδικά |
| γενική | των | μιγαδικών | των | μιγαδικών | των | μιγαδικών |
| αιτιατική | τους | μιγαδικούς | τις | μιγαδικές | τα | μιγαδικά |
| κλητική | μιγαδικοί | μιγαδικές | μιγαδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ουσιαστικό
μιγαδικός αρσενικό
- ο συσχετιζόμενος με τους μιγάδες
- (μαθηματικά) αριθμός που έχει πραγματικό και φανταστικό μέρος
Επίθετο
μιγαδικός
- μ(ε)ικτός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.