μιγάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μιγάδα οι μιγάδες
      γενική της μιγάδας των μιγάδων
    αιτιατική τη μιγάδα τις μιγάδες
     κλητική μιγάδα μιγάδες
Δείτε τις κλίσεις: ο/η μιγάς (κοινού γένους),
και «ο μιγάδας»
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μιγάδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μιγάς (αρσενικό ή θηλυκό) από την αιτιατική «τὴν μιγάδα».  δείτε τις λέξεις μιγάδας και μιγάς  και δείτε μιγας

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈɣa.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μιγάδα

Ουσιαστικό

μιγάδα θηλυκό

  1. θηλυκό του μιγάδας
  2. (ναυτικός όρος) ο εξάντας

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μιγάδας



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μιγάδα

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του μιγάς
  2. (θηλυκό) αιτιατική ενικού του μιγάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.