φυλή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φυλή | οι | φυλές |
| γενική | της | φυλής | των | φυλών |
| αιτιατική | τη | φυλή | τις | φυλές |
| κλητική | φυλή | φυλές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φυλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυλή, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική race[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /fiˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φυ‐λή
Ομώνυμα / Ομόηχα
Ουσιαστικό
φυλή θηλυκό
- πληθυσμιακή ομάδα ανθρώπων με κοινή καταγωγή και κοινά γενετικά χαρακτηριστικά
- ↪ λευκή / μαύρη / κίτρινη φυλή
- το έθνος
- ↪ η ελληνική φυλή
- ομάδα με κοινά γνωρίσματα και κοινό τρόπο ζωής
- ↪ η φυλή των Πυγμαίων / των Ινδιάνων
- (μεταφορικά) ομάδα με ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά
- ↪ οι φυλές της πόλης / των παραθεριστών / των εφήβων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- φυλή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.