αναμειγνύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναμειγνύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναμείγνυμι[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.miˈɣni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναμειγνύω

Ρήμα

αναμειγνύω (παθητικό: αναμειγνύομαι)

  1. ανακατεύω υλικά στοιχεία (πχ διαφορετικά υγρά)
    Πρέπει να τα αναμείξεις καλά - Πρέπει να αναμειχθούν καλά
  2. ανακατεύω κάποιον ή σε μια δυσάρεστη υπόθεση ή σε μια υπόθεση στην οποία δεν είχε φυσική θέση και αυτό προκαλεί με τη σειρά του δυσάρεστα επακόλουθα
    Γιατί ανέμειξες τη μητέρα σου στα προσωπικά μας;
    Ο συμμαθητής του δυστυχώς τον ανέμειξε σε μια υπόθεση με κλεμμμένα μηχανάκια
    Οι ΗΠΑ αναμειγνύονται διαρκώς στο μεσανατολικό

Κλίση

  • είναι δόκιμοι και οι τύποι με την αύξηση, ανεμείγνυα, ανέμειξα και λιγότερο οι της παθητικής φωνής ανεμειγνυόμουν, ανεμείχθην

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.