μειγνύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μειγνύω < αρχαία ελληνική μειγνύω / μείγνυμι

Ρήμα

μειγνύω (παθητική φωνή: μειγνύομαι)

  • αναμειγνύω, ανακατεύω

  • μιγνύω

Συγγενικά

  • αιμομίκτης / αιμομείκτης
  • αιμομικτικά / αιμομεικτικά
  • αιμομικτικός / αιμομεικτικός
  • αιμομιξία / αιμομειξία
  • αναμειγνύω
  • ανάμειξη
  • αναμεμειγμένος
  • επιμειξία
  • μείγμα
  • μείξη
  • μειξοβάρβαρος
  • μειξοπαρθένα
  • μειξοπάρθενη
  • μειξοπάρθενος
  • προσμειγνύω
  • πρόσμειξη
  • σύμμειξη

Μεταφράσεις

    μειγνύω
  • → δείτε τη λέξη αναμειγνύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.