μείζων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μείζων
& μείζονας
η μείζων
& μείζονα
το μείζον
      γενική του μείζονος
& μείζονα
της μείζονος
& μείζονας
του μείζονος
    αιτιατική τον μείζονα τη μείζονα το μείζον
     κλητική μείζων
& μείζονα
μείζων
& μείζονα
μείζον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μείζονες οι μείζονες τα μείζονα
      γενική των μειζόνων των μειζόνων των μειζόνων
    αιτιατική τους μείζονες τις μείζονες τα μείζονα
     κλητική μείζονες μείζονες μείζονα
Οι δεύτεροι τύποι, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μείζων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μείζων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μείζων

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmi.zon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μείζων

Επίθετο

μείζων/μείζονας, -ων/-ονα, -ον

  1. μεγαλύτερος
    μείζων αριθμός
    μείζων εκλογική περιφέρεια
  2. που έχει τη μεγαλύτερη σημασία
    μείζονα τέχνη
    μείζονα σκέψη
    μείζονα πρόταση
  3. (μουσική)
    2 τόνους, 1 ημιτόνιο, 3 τόνους, 1 ημιτόνιο
    • μείζων συγχορδία, μείζονα συγχορδία
    • μείζων τόνος, μείζων τρόπος: όπου τα διαστήματα τρίτης και έκτης πάνω από την τονική είναι μείζονα
    συμφωνία σε σολ μείζονα
    ταυτόσημα: ματζόρε

Εκφράσεις

  • κατά μείζονα λόγο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μείζων τὸ μεῖζον
      γενική τοῦ/τῆς μείζονος τοῦ μείζονος
      δοτική τῷ/τῇ μείζον τῷ μείζον
    αιτιατική τὸν/τὴν μείζον - μείζω τὸ μεῖζον
     κλητική ! μεῖζον μεῖζον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μείζονες - μείζους τὰ μείζον - μείζω
      γενική τῶν μειζόνων τῶν μειζόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς μείζοσῐ(ν) τοῖς μείζοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς μείζονᾰς - μείζους τὰ μείζον - μείζω
     κλητική ! μείζονες - μείζους μείζον - μείζω
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μείζονε τὼ μείζονε
      γεν-δοτ τοῖν μειζόνοιν τοῖν μειζόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μείζων' όπως «μείζων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μείζων < *μέγ-jων[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méǵ(h₂)-yōs < *méǵh₂s ‎(μέγας)
Ήδη μυκηναϊκή 𐀕𐀿 (me-zo).

Επίθετο

μείζων, -ων, -ον

  • συγκριτικός βαθμός του μέγας
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Σοφιστήςw, 218e @scaife.perseus
    Τί δῆτα προταξαίμεθ' ἂν εὔγνωστον μὲν καὶ σμικρόν, λόγον δὲ μηδενὸς ἐλάττονα ἔχον τῶν μειζόνων;
    Θέλεις λοιπόν να προτάξωμεν ένα ευνόητον και μικρόν ζήτημα, το οποίον όμως δεν έχει μικρότερον ορισμόν από κανέν από τα δύσκολα;
    Μετάφραση (1910): Κυριάκος Ζάμπας
      6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Παῖς κλέπτης καὶ μήτηρ, 216.1
    τὸ κατ᾽ ἀρχὰς μὴ κολαζόμενον ἐπὶ μεῖζον αὔξεται.
    Άμα δεν τιμωρήσεις το κακό από την αρχή, με τον καιρό θα φουντώσει πιο πολύ.
    Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greeklanguage.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Το κλεφτρόνι και η μάνα του.

Αναφορές

  1. μείζων - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.