μείζονας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μείζων
& μείζονας
η μείζων
& μείζονα
το μείζον
      γενική του μείζονος
& μείζονα
της μείζονος
& μείζονας
του μείζονος
    αιτιατική τον μείζονα τη μείζονα το μείζον
     κλητική μείζων
& μείζονα
μείζων
& μείζονα
μείζον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μείζονες οι μείζονες τα μείζονα
      γενική των μειζόνων των μειζόνων των μειζόνων
    αιτιατική τους μείζονες τις μείζονες τα μείζονα
     κλητική μείζονες μείζονες μείζονα
Οι δεύτεροι τύποι, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μείζονας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μείζονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μείζ(ων) + προσαρμογή στην κατάληξη της δημοτικής -ονας για το αρσενικό και ονα για το θηλυκό

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmi.zo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μείζονας

Επίθετο

μείζονας, -ονα, -ον

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.