σμικρός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- σμικρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σμικρός
Παράγωγα
- ἐσμικρότατον, σμικρότατο (ουδέτερο, υπερθετικός βαθμός)
Πηγές
- μικρός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| σμῑκρο- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | σμικρός | ἡ | σμικρᾱ́ | τὸ | σμικρόν | |
| γενική | τοῦ | σμικροῦ | τῆς | σμικρᾶς | τοῦ | σμικροῦ | |
| δοτική | τῷ | σμικρῷ | τῇ | σμικρᾷ | τῷ | σμικρῷ | |
| αιτιατική | τὸν | σμικρόν | τὴν | σμικρᾱ́ν | τὸ | σμικρόν | |
| κλητική ὦ! | σμικρέ | σμικρᾱ́ | σμικρόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | σμικροί | αἱ | σμικραί | τὰ | σμικρᾰ́ | |
| γενική | τῶν | σμικρῶν | τῶν | σμικρῶν | τῶν | σμικρῶν | |
| δοτική | τοῖς | σμικροῖς | ταῖς | σμικραῖς | τοῖς | σμικροῖς | |
| αιτιατική | τοὺς | σμικρούς | τὰς | σμικρᾱ́ς | τὰ | σμικρᾰ́ | |
| κλητική ὦ! | σμικροί | σμικραί | σμικρᾰ́ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σμικρώ | τὼ | σμικρᾱ́ | τὼ | σμικρώ | |
| γεν-δοτ | τοῖν | σμικροῖν | τοῖν | σμικραῖν | τοῖν | σμικροῖν | |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Επίθετο
σμικρός, -ά, -όν
- ιωνικός & αττικός τύπος του μικρός
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Σοφιστής, 218e @scaife.perseus
- Τί δῆτα προταξαίμεθ' ἂν εὔγνωστον μὲν καὶ σμικρόν, λόγον δὲ μηδενὸς ἐλάττονα ἔχον τῶν μειζόνων;
- Θέλεις λοιπόν να προτάξωμεν ένα ευνόητον και μικρόν ζήτημα, το οποίον όμως δεν έχει μικρότερον ορισμόν από κανέν από τα δύσκολα;
- Μετάφραση (1910): Κυριάκος Ζάμπας
- Τί δῆτα προταξαίμεθ' ἂν εὔγνωστον μὲν καὶ σμικρόν, λόγον δὲ μηδενὸς ἐλάττονα ἔχον τῶν μειζόνων;
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Σοφιστής, 218e @scaife.perseus
Πηγές
- μικρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μικρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.