ματζόρε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ματζόρε < (άμεσο δάνειο) ιταλική maggiore

Επίθετο

ματζόρε άκλιτο

  • (μουσική) μείζων (για κλίμακες και συγχορδίες)
    παίξε ένα λα ματζόρε

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.