ελάσσων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελάσσων & ελάσσονας |
η | ελάσσων & ελάσσονα |
το | έλασσον |
| γενική | του | ελάσσονος & ελάσσονα |
της | ελάσσονος & ελάσσονας |
του | ελάσσονος |
| αιτιατική | τον | ελάσσονα | την | ελάσσονα | το | έλασσον |
| κλητική | ελάσσων & ελάσσονα |
ελάσσων & ελάσσονα |
έλασσον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελάσσονες | οι | ελάσσονες | τα | ελάσσονα |
| γενική | των | ελασσόνων | των | ελασσόνων | των | ελασσόνων |
| αιτιατική | τους | ελάσσονες | τις | ελάσσονες | τα | ελάσσονα |
| κλητική | ελάσσονες | ελάσσονες | ελάσσονα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, νεότερες μορφές. | ||||||
| ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «ελάσσων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ελάσσων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλάσσων ή ἐλάττων, συγκριτικός βαθμός του μικρός
Επίθετο
ελάσσων, -ων, -ον
- (λόγιο) μονοτονική γραφή του ἐλάσσων, άλλη μορφή του ελάσσονας, συγκριτικός βαθμός των επιθέτων ολίγος και μικρός
- ο μικρότερος σε αριθμό ή ο λιγότερο σημαντικός
- ↪ Ασχολείσαι με ελάσσονα ζητήματα. Δες όμως και τα σημαντικά.
- ↪ Μίλησε στη Βουλή ο αρχηγός της ελάσσονος αντιπολίτευσης.
- ↪ είναι (θεωρητικά) το έλασσον από τα προβλήματα που μπορεί να έχει
- (μουσική) κλίμακα με ημιτόνια μεταξύ δεύτερης και τρίτης καθώς και πέμπτης και έκτης βαθμίδας· η αντίστοιχη συγχορδία. (συνώνυμο: μινόρε)
- ↪ Μουσική σύνθεση σε Λα ελάσσονα.
- ο μικρότερος σε αριθμό ή ο λιγότερο σημαντικός
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ελάσσων
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.