μέγας
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- μέγας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέγας
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈme.ɣas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐γας
Επίθετο
μέγας, μεγάλη, μέγα
- (λόγιο) προσωνυμία: o μεγάλος, για ηγεμόνες ή ιστορικές ή θρησκευτικές προσωπικότητες ή εκκλησιαστικούς όρους ή τίτλους έργων
- ↪ ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Μέγας Βασίλειος
- ↪ μέγα απόδειπνον
- ↪ Το Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν, Ο Μέγας Ανατολικός
- σε τοπωνύμια
- ↪ Μέγα Σπήλαιο (που όμως λέγεται και Μεγάλο Σπήλαιο)
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- μέγας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *méǵh₂s
Επίθετο
μέγας, συγκριτικός :μείζων, υπερθετικός : μέγιστος
- μεγάλος (ως προς οποιοδήποτε χαρακτηριστικό)
- ↪ ὦ μεγάλε Ζεῦ μεγάλα θεά (στην παντοδυναμία)
- ↪ μήτε μέγαν μήτ᾽ οὖν νεαρῶν τινα (στην ηλικία)
- ↪ κῦμα οὔτε μέγ᾽ οὔτ᾽ ὀλίγον (μέγεθος)
- ↪ πλούτῳ τε κἀνδρείᾳ μέγας (στην αρετή)
- ↪ μὴ φώνει μέγα (στην ένταση, εδώ το επίρρημα μέγα)
- ↪ μέγα ποιέεσθαί τι (δίνω μεγάλη σημασία, εκτιμώ κάτι πολύ)
- ↪ λίην μέγα εἶπες (υπερβολή -σαν πολλά να είπες)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | μέγας | μεγάλη | μέγα | μεγάλοι | μεγάλαι | μεγάλα |
| Γενική | μεγάλου | μεγάλης | μεγάλου | μεγάλων | μεγάλων | μεγάλων |
| Δοτική | μεγάλῳ | μεγάλῃ | μεγάλῳ | μεγάλοις | μεγάλαις | μεγάλοις |
| Αιτιατική | μέγαν | μεγάλην | μέγα | μεγάλους | μεγάλας | μεγάλα |
| Κλητική | μεγάλε, μέγας* | μεγάλη | μέγα | μεγάλοι | μεγάλαι | μεγάλα |
| Δυικός | Αρσενικό Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | μεγάλω | μεγάλα | ||||
| Γενική-Δοτική | μεγάλοιν | μεγάλαιν | ||||
| * Η κλητική ενικού, μεγάλε και μέγας §311 - Smyth, Herbert Weir (1920) A Greek grammar for colleges. (Ελληνική [αρχαία] γραμματική για τα κολλέγια). (στα αγγλικά) Νέα Υόρκη: American Book Company Οι ελληνικές σχολικές γραμματικές δίνουν κλητική μεγάλε και μέγα | ||||||
Συγγενικά
Σύνθετα
- μεγα- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα μεγα- στο Βικιλεξικό
- μεγαλο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα μεγαλο- στο Βικιλεξικό
όπως:
- μεγάθυμος
- μεγαλεπήβολος
- μεγαληγορέω
- μεγαλήγορος
- μεγαλήνωρ
- μεγαλογνωμέω
- μεγαλογνώμων
- μεγαλόδοξος
- μεγαλοδύναμος
- μεγαλόδωρος
- μεγαλουργέω
- μεγαλουργία
- μεγαλόμισθος
- μεγαλόνοος
- Μεγαλόπολις
- μεγαλοπράγμων
- μεγαλοπρεπής
- μεγαλοσθενής, μεγασθενής
- μεγαλόσχημος
- μεγαλότολμος
- μεγαλοφρονέω
- μεγαλόφρων
- μεγαλώνυμος
- μεγάνωρ
- μεγαυχής
- μεγαλόψυχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.