μανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μανός | η | μανή | το | μανό |
| γενική | του | μανού | της | μανής | του | μανού |
| αιτιατική | τον | μανό | τη | μανή | το | μανό |
| κλητική | μανέ | μανή | μανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μανοί | οι | μανές | τα | μανά |
| γενική | των | μανών | των | μανών | των | μανών |
| αιτιατική | τους | μανούς | τις | μανές | τα | μανά |
| κλητική | μανοί | μανές | μανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μανός < αρχαία ελληνική μανός
Επίθετο
μανός, -ή, -ό
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μανός | ἡ | μανή | τὸ | μανόν |
| γενική | τοῦ | μανοῦ | τῆς | μανῆς | τοῦ | μανοῦ |
| δοτική | τῷ | μανῷ | τῇ | μανῇ | τῷ | μανῷ |
| αιτιατική | τὸν | μανόν | τὴν | μανήν | τὸ | μανόν |
| κλητική ὦ! | μανέ | μανή | μανόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | μανοί | αἱ | μαναί | τὰ | μανᾰ́ |
| γενική | τῶν | μανῶν | τῶν | μανῶν | τῶν | μανῶν |
| δοτική | τοῖς | μανοῖς | ταῖς | μαναῖς | τοῖς | μανοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | μανούς | τὰς | μανᾱ́ς | τὰ | μανᾰ́ |
| κλητική ὦ! | μανοί | μαναί | μανᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μανώ | τὼ | μανᾱ́ | τὼ | μανώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | μανοῖν | τοῖν | μαναῖν | τοῖν | μανοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μανός < πιθανόν από το μοδαρός και μαδνός ή ίσως ομόρριζο του μόνος
Επίθετο
μανός, -ή, -όν, συγκριτικός :μανότερος/μανώτερος, υπερθετικός : μανότατος
- χαλαρός, αραιός, πορώδης
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Τίμαιος, 75c @scaife.perseus
- ὅθεν δὴ μανῷ μὲν ὀστῷ, σαρξὶν δὲ καὶ νεύροις κεφαλήν, ἅτε οὐδὲ καμπὰς ἔχουσαν, οὐ συνεστέγασαν.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 1, 12 @scaife.perseus
- Τούτων ἡ θηλὴ διφυής, δι’ ἧς τοῖς θήλεσι τὸ γάλα διηθεῖται· ὁ δὲ μαστὸς μανός.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Τίμαιος, 75c @scaife.perseus
- ισχνός, λεπτός
- λίγος, λιγοστός, πενιχρός, σπάνιος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 2, 14.2 @scaife.perseus
- καὶ διὰ τοῦτο τῶν τετραπόδωον οὐθὲν οὔτε βλεφαρίδα ἔχει τὴν κάτωθεν, ἀλλʼ ὑπὸ τοῦτο τὸ βλέφαρον ἐνίοις παραφύονται μαναὶ τρίχες, οὔτʼ ἐν ταῖς μασχάλαις οὔτʼ ἐπὶ τῆς ἥβης, ὥσπερ τοῖς ἀνθρώποις
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 2, 14.2 @scaife.perseus
Συγγενικά
- μανάκις
- μανοειδής
- μανόκαρπος
- μανοσπορέω
- μανόσπορος
- μανόστημος
- μανότης
- μανόφυλλος
- μανόχροος
- μανόω
- μανώδης
- μανῶς
- μάνωσις
- μανωτικός
Πηγές
- μανός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.