δρυς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δρυς | οι | δρύες |
| γενική | της | δρυός | των | δρυών |
| αιτιατική | τη | δρυ | τις | δρυς |
| κλητική | δρυ | δρύες | ||
| όπως «δρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-Dub_sedmi_brat%C5%99%C3%AD_(03).jpg.webp)
Ετυμολογία
- δρυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δρῦς
Συγγενικά
- δρύινος
- δρυμός
- Δρυάδες
- δρυμώδης
- δρυοβάλανος
- δρυοβαφής
- δρυοδεψία
- δρυοκολάπτης
- δρυμοβάτης
- δρυόπη
- δρυοδεψία
- δρυμοφυλακή
-
δρυς στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
δρυς
|
→ δείτε τη λέξη βελανιδιά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.