πορώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πορώδης η πορώδης το πορώδες
      γενική του πορώδους της πορώδους του πορώδους
    αιτιατική τον πορώδη την πορώδη το πορώδες
     κλητική πορώδη(ς) πορώδης πορώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πορώδεις οι πορώδεις τα πορώδη
      γενική των πορωδών των πορωδών των πορωδών
    αιτιατική τους πορώδεις τις πορώδεις τα πορώδη
     κλητική πορώδεις πορώδεις πορώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πορώδης < μεσαιωνική ελληνική πορώδης < πόρ(ος) + -ώδης

Προφορά

ΔΦΑ : /poˈɾo.ðis/
ομόηχο: πωρώδης

Επίθετο

πορώδης, -ης, -ες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.