φελλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φελλός οι φελλοί
      γενική του φελλού των φελλών
    αιτιατική τον φελλό τους φελλούς
     κλητική φελλέ φελλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φελλός < αρχαία ελληνική φελλός

Προφορά

ΔΦΑ : /feˈlos/
σουβέρ φτιαγμένα από φελλό
φελλοί μπουκαλιών

Ουσιαστικό

φελλός αρσενικό

  1. αδιάβροχο υλικό με σπογγώδη μορφή, το οποίο λαμβάνεται από το φλοιό δέντρων, κυρίως, της φελλόδρυος
  2. (συνεκδοχικά) κυλινδρικό πώμα μπουκαλιού από το παραπάνω υλικό
  3. (συνεκδοχικά) κομμάτι από το παραπάνω υλικό που συγκρατεί τα διχτυα ή το αγκίστρι του ψαρά πάνω από τον πυθμένα
  4. (αργκό) ο ανόητος ή ο ανάξιος άνθρωπος, που επιπλέει σαν τον φελλό

Εκφράσεις

  • οι φελλοί πάντα επιπλέουν : οι ανάξιοι πάντα αναδεικνύονται ή επιβιώνουν

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φελλός οἱ φελλοί
      γενική τοῦ φελλοῦ τῶν φελλῶν
      δοτική τῷ φελλ τοῖς φελλοῖς
    αιτιατική τὸν φελλόν τοὺς φελλούς
     κλητική ! φελλέ φελλοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φελλώ
γεν-δοτ τοῖν  φελλοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φελλός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bhel- (λευκός, γυαλιστερός)

Ουσιαστικό

φελλός αρσενικό

  1. είδος δρυός που παράγει τον φελλό
  2. φλοιός του δέντρου, ο φελλός που χρησιμποιείται ως υλικό

Σύνθετα

  • ὁ, ἡ φελλόπους, το φελλόπουν (αυτός που έχει πόδια από φελλό)
  • οἱ Φελλόποδες (αναφέρονται σε ιστορία του Λουκιανού)
  • ἡ φελλόδρυς (αρκαδικό αειθαλές δέντρο πιο σκληρό από τον πρίνο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.