μαγαζίον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
|---|---|---|---|
| Ονομαστική | μαγαζίον | μαγαζίω | μαγαζία |
| Γενική | μαγαζίου | μαγαζίοιν | μαγαζίων |
| Δοτική | μαγαζίῳ | μαγαζίοιν | μαγαζίοις |
| Αιτιατική | μαγαζίον | μαγαζίω | μαγαζία |
| Κλητική | μαγαζίον | μαγαζίω | μαγαζία |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.