φερμουάρ

Νέα ελληνικά (el)

φερμουάρ

Ετυμολογία

φερμουάρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική fermoir < fermer < ferme < λατινική firmus

Ουσιαστικό

φερμουάρ ουδέτερο άκλιτο

  1. μηχανισμός που κλείνει/κουμπώνει τσάντες, βαλίτσες, ρούχα κλπ. Αποτελείται από δύο σειρές δοντιών και μια λαβή - οδηγό, η οποία, όταν σύρεται προς τη μια πλευρά, κουμπώνει αναγκάζοντας το κάθε δόντι να μπει ένα ανάμεσα στα δύο απέναντί του· όταν ο οδηγός σύρεται προς την αντίθετη πλευρά, τα δόντια απελευθερώνονται και ο μηχανισμός ανοίγει
      Οι πιέτες και οι τσέπες κατηργήθηκαν, σακάκια, φούστες και παντελόνια κόντυναν, φερμουάρ, κουμπιά και γαρνιτούρες σχεδόν καταργήθηκαν (Ζέφη Κόλλια, Βελονιές της πρωτοπορίας, κεφάλαιο: Λονδίνο, Civilian clothing 1941, τα ρούχα των βομβαρδισμών, 2023)
  2. (μεταφορικά ως επιφώνημα) κράτα το στόμα σου κλειστό, μη μιλάς
  3. το κλείστρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.