εργαστήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εργαστήριο τα εργαστήρια
      γενική του εργαστηρίου
& εργαστήριου
των εργαστηρίων
    αιτιατική το εργαστήριο τα εργαστήρια
     κλητική εργαστήριο εργαστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εργαστήριο < αρχαία ελληνική ἐργαστήριον

Προφορά

ΔΦΑ : /eɾ.ɣaˈsti.ɾi.o/
O Απόλλων στο εργαστήριο του Ηφαίστου, Diego Velasquez, 1630
Βιοχημικό εργαστήριο.

Ουσιαστικό

εργαστήριο ουδέτερο

  1. το μέρος όπου εργάζεται ένας τεχνίτης ή καλλιτέχνης
  2. το σύνολο των μαθητών και συνεργατών ενός καλλιτέχνη
    ο πίνακας αποδίδεται στο εργαστήριο του Τιντορέτο
  3. ονομασία για επαγγελματικές σχολές
    Εργαστήριο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας
  4. το μέρος που είναι εξοπλισμένο με επιστημονικά όργανα και χρησιμοποιείται από έναν ή περισσότερους επιστήμονες για πειράματα και μετρήσεις
  5. δράση ή σειρά δράσεων εκπαιδευτικού ή βιωματικού χαρακτήρα, συνήθως σύντομης διάρκειας, με έμφαση στην αλληλεπίδραση μεταξύ των συμμετεχόντων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.